- πορνίδιο
- το / πορνίδιον, ΝΑ(υποκορ. τού πόρνη) πουτανίτσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. νυμφ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εταιρίδιον — ἑταιρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῑς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
σκροφάκι — το, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek
σκροφίτσα — η, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek
τσουλί — το, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο … Dictionary of Greek
τσουλίτσα — (I) η, Ν μικρή φούντα, φουντίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zuluf]. (II) η, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek